λεπτομερής
λεπτομερ-ής, ές,(μέρος)
A). composed of small particles, as water and fire, opp. παχυμερής, Ti. Locr. 100e ; of the soul, Ep. 1p.19U. : Comp.- έστερος Cael. 303b19 : Sup.- έστατος de An. 405a6 , al.
2). of persons, refined or meticulous, λ. καὶ δεδιδαγμένος Cat.Cod.Astr. 8(2).124 .