Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτόλογος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμητις
View word page
λεπτολάχανον
λεπτο-λάχᾰνον [λᾰ],,
A). small vegetables, POxy. 1656.8 (iv/v A.D.).


ShortDef

small vegetables

Debugging

Headword:
λεπτολάχανον
Headword (normalized):
λεπτολάχανον
Headword (normalized/stripped):
λεπτολαχανον
IDX:
62501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62502
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτο-λάχᾰνον</span> [<span class="foreign greek">λᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">small vegetables,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1656.8 </span> (iv/v A.D.).</div> </div><br><br>'}