Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτόδομος
λέπτοθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτόλογος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
View word page
λεπτόκνημος
λεπτό-κνημος, ον,
A). spindle-shanked, Adam. 2.2 ( Comp.).


ShortDef

spindle-shanked

Debugging

Headword:
λεπτόκνημος
Headword (normalized):
λεπτόκνημος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκνημος
IDX:
62498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62499
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτό-κνημος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spindle-shanked</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 2.2 </span> ( Comp.).</div> </div><br><br>'}