Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λέπτοθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτόλογος
λεπτομέρεια
View word page
λεπτοκεραμεῖον
λεπτο-κερᾰμεῖον, τό,(
A). λεπτός 111.3 ) jar-factory, PFlor. 50.104 (iii A.D.).


ShortDef

jar-factory

Debugging

Headword:
λεπτοκεραμεῖον
Headword (normalized):
λεπτοκεραμεῖον
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκεραμειον
IDX:
62496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62497
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτο-κερᾰμεῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,(<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">λεπτός</span> <span class="bibl"> 111.3 </span> ) <span class="tr" style="font-weight: bold;">jar-factory,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PFlor.</span> 50.104 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}