Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λέπτοθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτόλογος
View word page
λεπτόκαρφος
λεπτό-καρφος, ον,
A). with thin, light stem, Dsc. 3.23 .


ShortDef

with thin, light stem

Debugging

Headword:
λεπτόκαρφος
Headword (normalized):
λεπτόκαρφος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκαρφος
IDX:
62495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62496
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτό-καρφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with thin, light stem</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.23 </span>.</div> </div><br><br>'}