Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λέπτοθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
View word page
λεπτόκαρπος
λεπτό-καρπος, ον,
A). with small, delicate fruit, Dsc. 3.24 .


ShortDef

with small, delicate fruit

Debugging

Headword:
λεπτόκαρπος
Headword (normalized):
λεπτόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκαρπος
IDX:
62493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62494
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτό-καρπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with small, delicate fruit</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.24 </span>.</div> </div><br><br>'}