Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λέπτοθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτοκεραμεῖον
λεπτοκεραμεύς
λεπτόκνημος
λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
View word page
λεπτοκάλαμος
λεπτο-κάλᾰμος [κᾰ],,
A). with fine stalks, ib. [8.9.2] .


ShortDef

with fine stalks

Debugging

Headword:
λεπτοκάλαμος
Headword (normalized):
λεπτοκάλαμος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοκαλαμος
IDX:
62492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτο-κάλᾰμος</span> [<span class="foreign greek">κᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with fine stalks</span>, ib. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:[8:9:2]" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:%5B8:9:2%5D/canonical-url/"> [8.9.2] </a>.</div> </div><br><br>'}