λέπτοθριξ
λέπτο-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
A). with fine hair, ἔθειρα, of the eagle, ; 5.28 λεπτότριχες Pr. 966b33 ; also λεπτότριχοι HA 518b6 : neut. pl. λεπτότριχα (which may come from either form), GA 783a2 : Comp.- τριχώτερος HA 538b8 .