Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτηκής
λεπτίζω
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
λεπτόδερμος
λεπτόδομος
λέπτοθριξ
λεπτόθριος
λεπτόϊνος
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
View word page
λεπτόγραφος
λεπτό-γρᾰφος, ον, = foreg., Id. Vit.Auct. 23 .


ShortDef

written small

Debugging

Headword:
λεπτόγραφος
Headword (normalized):
λεπτόγραφος
Headword (normalized/stripped):
λεπτογραφος
IDX:
62485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62486
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτό-γρᾰφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg024:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg024:23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Vit.Auct.</span> 23 </a>.</div><br><br>'}