Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπτάγιον
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτάριον
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
λεπτίζω
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
λεπτόγραφος
λεπτοδερμία
View word page
λεπτίζω
λεπτ-ίζω,
A). v. λεπτύνω 1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπτίζω
Headword (normalized):
λεπτίζω
Headword (normalized/stripped):
λεπτιζω
IDX:
62476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62477
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λεπτύνω</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4040.tlg029:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4040.tlg029:1/canonical-url/"> 1 </a>.</div> </div><br><br>'}