Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπτάγιον
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτάριον
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
λεπτίζω
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
λεπτογνώμων
λεπτόγραμμος
View word page
λεπτερέβινθος
λεπτ-ερέβινθος,
A). cicer, Gloss.


ShortDef

cicer

Debugging

Headword:
λεπτερέβινθος
Headword (normalized):
λεπτερέβινθος
Headword (normalized/stripped):
λεπτερεβινθος
IDX:
62474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτ-ερέβινθος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cicer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}