Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπριάω
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπτάγιον
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτάριον
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
λεπτίζω
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
λεπτόβυρσος
λεπτόγαστρος
λεπτόγειος
View word page
λεπτάριον
λεπτ-άριον, τό, a surgical instrument, Hermes 38.282 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπτάριον
Headword (normalized):
λεπτάριον
Headword (normalized/stripped):
λεπταριον
IDX:
62472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62473
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτ-άριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a surgical instrument, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.282 </span>.</div><br><br>'}