Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπραίνομαι
λεπράς
λεπράω
λεπριάω
λεπρικός
λεπρόομαι
λεπρός
λεπρύνομαι
λεπρώδης
λέπρωσις
λεπτάγιον
λεπτακινός
λεπταλέος
λεπτάριον
λεπτεπίλεπτος
λεπτερέβινθος
λεπτηκής
λεπτίζω
λεπτίον
λεπτίτιδες
λεπτόβλαστος
View word page
λεπτάγιον
λεπτάγιον, τό, dub. sens. in PHib. 1.47.13 (iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπτάγιον
Headword (normalized):
λεπτάγιον
Headword (normalized/stripped):
λεπταγιον
IDX:
62469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62470
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτάγιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PHib.</span> 1.47.13 </span> (iii B.C.).</div><br><br>'}