Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λέπαδνον
λεπάζω
λεπαῖος
λέπανος
λέπανθος
λέπαργος
λέπας
λεπάς
λέπασμα
λεπαστή
λέπαστρον
λεπέω
λεπίδιον
λεπιδίσκη
λεπιδοειδής
λεπιδόομαι
λεπιδωτός
λεπίζω
λέπιον
λεπίς
λέπισμα
View word page
λέπαστρον
λέπαστρον· σκεῦός τι ἁλιευτικόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λέπαστρον
Headword (normalized):
λέπαστρον
Headword (normalized/stripped):
λεπαστρον
IDX:
62443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62444
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λέπαστρον·</span> <span class="foreign greek">σκεῦός τι ἁλιευτικόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}