Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχασμα
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
Λεοντών
λεόπαρδος
λεοτριβέω
λεουργός
λεπαδεύομαι
λεπαδνιστήρ
λέπαδνον
λεπάζω
λεπαῖος
λέπανος
λέπανθος
λέπαργος
λέπας
View word page
λεοτριβέω
λεοτριβέω,
A). = λειοτριβέω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεοτριβέω
Headword (normalized):
λεοτριβέω
Headword (normalized/stripped):
λεοτριβεω
IDX:
62429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62430
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεοτριβέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λειοτριβέω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}