Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λεοντομύρμηξ
λεοντοπέταλον
λεοντοπόδιον
λεοντόπους
λεοντοπρόσωπος
λεοντοτροφία
λεοντοῦχος
λεοντοφόνος
λεοντοφόρος
λεοντοφυής
λεοντόχασμα
λεοντόχλαινος
λεοντόχορτος
λεοντόχρους
λεοντόψυχος
λεοντώδης
Λεοντών
λεόπαρδος
λεοτριβέω
λεουργός
λεπαδεύομαι
View word page
λεοντόχασμα
λεοντό-χασμα
,
ατος
,
τό
,
A).
=
λεοντόκρουνον
,
CIL
10.1554
(Puteoli).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λεοντόχασμα
Headword (normalized):
λεοντόχασμα
Headword (normalized/stripped):
λεοντοχασμα
IDX:
62421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62422
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεοντό-χασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λεοντόκρουνον</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIL</span> 10.1554 </span> (Puteoli).</div> </div><br><br>'}