Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεοντίς
λεοντοβάμων
λεοντόβασις
λεοντοβότος
λεοντοδάμας
λεοντοδέρης
λεοντόδιφρος
λεοντοειδής
λεοντοκέφαλος
λεοντοκόμος
λεοντόκρανον
λεοντόκρουνον
λεοντομάχος
λεοντομιγής
λεοντόμορφος
λεοντομύρμηξ
λεοντοπέταλον
λεοντοπόδιον
λεοντόπους
λεοντοπρόσωπος
λεοντοτροφία
View word page
λεοντόκρανον
λεοντό-κρᾱνον, τό,
A). = Ἀμαζονικὸν ὅπλον , Com.Adesp. 1365 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεοντόκρανον
Headword (normalized):
λεοντόκρανον
Headword (normalized/stripped):
λεοντοκρανον
IDX:
62406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62407
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεοντό-κρᾱνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">Ἀμαζονικὸν ὅπλον</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1365 </span>.</div> </div><br><br>'}