Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελοχυῖα
λελυμένως
λεμβαρχέω
λεμβάρχοι
λεμβευτικός
λέμβος
λεμβώδης
λεμεῖσα
λέμμα
λέμνα
λέμυσος
λέμφος
λεμφώδης
λεντίκιον
λέντιον
λεμφυφαντής
λέξεο
λεξίδιον
View word page
λεμεῖσα
λεμεῖσα,
A). v. λέμυσος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεμεῖσα
Headword (normalized):
λεμεῖσα
Headword (normalized/stripped):
λεμεισα
IDX:
62364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62365
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεμεῖσα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λέμυσος</span> .</div> </div><br><br>'}