Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λεκχώ
λελαβέσθαι
λεληθότως
λέληκα
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελοχυῖα
λελυμένως
λεμβαρχέω
λεμβάρχοι
λεμβευτικός
λέμβος
λεμβώδης
λεμεῖσα
λέμμα
λέμνα
λέμυσος
λέμφος
λεμφώδης
λεντίκιον
View word page
λεμβάρχοι
λεμβάρχ-οι·
λιπόδερμοι.
(
καὶ οἱ ἐφολκίοις πλέοντες
),
Hsch.
(cf.
λέπανος
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λεμβάρχοι
Headword (normalized):
λεμβάρχοι
Headword (normalized/stripped):
λεμβαρχοι
IDX:
62360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62361
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεμβάρχ-οι·</span> <span class="foreign greek">λιπόδερμοι.</span>(<span class="etym greek">καὶ οἱ ἐφολκίοις πλέοντες</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">λέπανος</span>).</div><br><br>'}