Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεκτρίτῃ
λέκτρον
λεκτροχαρής
λεκχώ
λελαβέσθαι
λεληθότως
λέληκα
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελοχυῖα
λελυμένως
λεμβαρχέω
λεμβάρχοι
λεμβευτικός
λέμβος
λεμβώδης
λεμεῖσα
λέμμα
λέμνα
λέμυσος
View word page
λελοχυῖα
λελοχυῖα,
A). v. λέχομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λελοχυῖα
Headword (normalized):
λελοχυῖα
Headword (normalized/stripped):
λελοχυια
IDX:
62357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62358
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λελοχυῖα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λέχομαι</span> .</div> </div><br><br>'}