Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λέκτο
λεκτός
λεκτρίτῃ
λέκτρον
λεκτροχαρής
λεκχώ
λελαβέσθαι
λεληθότως
λέληκα
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελοχυῖα
λελυμένως
λεμβαρχέω
λεμβάρχοι
λεμβευτικός
λέμβος
λεμβώδης
λεμεῖσα
λέμμα
View word page
λελικκός
λελικκός, , a kind of
A). fish, Hsch. λελιμμένος, v. λίπτομαι . λελιχμότες, v. λιχμάω .


ShortDef

fish

Debugging

Headword:
λελικκός
Headword (normalized):
λελικκός
Headword (normalized/stripped):
λελικκος
IDX:
62355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62356
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λελικκός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fish</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λελιμμένος</span>, v. <span class="ref greek">λίπτομαι</span> . <span class="orth greek">λελιχμότες</span>, v. <span class="ref greek">λιχμάω</span> .</div> </div><br><br>'}