Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεκτικός
λεκτίς
λέκτο
λεκτός
λεκτρίτῃ
λέκτρον
λεκτροχαρής
λεκχώ
λελαβέσθαι
λεληθότως
λέληκα
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελοχυῖα
λελυμένως
λεμβαρχέω
λεμβάρχοι
λεμβευτικός
λέμβος
λεμβώδης
View word page
λέληκα
λέληκα,
A). v. λάσκω . λέλησμαι, v. λανθάνω .
II). λέλῃσμαι, v. ληΐζομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λέληκα
Headword (normalized):
λέληκα
Headword (normalized/stripped):
λεληκα
IDX:
62353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62354
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λέληκα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λάσκω</span> . <span class="orth greek">λέλησμαι</span>, v. <span class="ref greek">λανθάνω</span> . </div> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> <span class="orth greek">λέλῃσμαι</span>, v. <span class="ref greek">ληΐζομαι</span> .</div> </div><br><br>'}