Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
λέκτο
λεκτός
λεκτρίτῃ
λέκτρον
λεκτροχαρής
λεκχώ
λελαβέσθαι
λεληθότως
λέληκα
λελίημαι
λελικκός
λελογισμένως
λελοχυῖα
λελυμένως
λεμβαρχέω
λεμβάρχοι
λεμβευτικός
View word page
λελαβέσθαι
λελᾰβέσθαι,
A). v. λαμβάνω . λελάθῃ, λελάθοντο, λελαθέσθαι, v. λανθάνω . λέλᾱκα, λελάκοντο, λελᾰκυῖα, v. λάσκω . λέλαμμαι, v. λαμβάνω, λέπω . λέλασμαι, v. λανθάνω . λελάχητε, λελάχωσι, v. λαγχάνω . λελέγια· κόχλακες, ἢ κοχλώδεις τόποι, Hsch. λελεπρίς· ἰχθῦς ποιός, ἡ καλουμένη φυκίς, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λελαβέσθαι
Headword (normalized):
λελαβέσθαι
Headword (normalized/stripped):
λελαβεσθαι
IDX:
62351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62352
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λελᾰβέσθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λαμβάνω</span> . <span class="orth greek">λελάθῃ</span>, <span class="orth greek">λελάθοντο</span>, <span class="orth greek">λελαθέσθαι</span>, v. <span class="ref greek">λανθάνω</span> . <span class="orth greek">λέλᾱκα</span>, <span class="orth greek">λελάκοντο</span>, <span class="orth greek">λελᾰκυῖα</span>, v. <span class="ref greek">λάσκω</span> . <span class="orth greek">λέλαμμαι</span>, v. <span class="ref greek">λαμβάνω, λέπω</span> . <span class="orth greek">λέλασμαι</span>, v. <span class="ref greek">λανθάνω</span> . <span class="orth greek">λελάχητε</span>, <span class="orth greek">λελάχωσι</span>, v. <span class="ref greek">λαγχάνω</span> . <span class="orth greek">λελέγια·</span> <span class="foreign greek">κόχλακες, ἢ κοχλώδεις τόποι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λελεπρίς·</span> <span class="foreign greek">ἰχθῦς ποιός, ἡ καλουμένη φυκίς</span>, Id.</div> </div><br><br>'}