λελαβέσθαι
λελᾰβέσθαι,
A). v. λαμβάνω . λελάθῃ, λελάθοντο, λελαθέσθαι, v. λανθάνω . λέλᾱκα, λελάκοντο, λελᾰκυῖα, v. λάσκω . λέλαμμαι, v. λαμβάνω, λέπω . λέλασμαι, v. λανθάνω . λελάχητε, λελάχωσι, v. λαγχάνω . λελέγια· κόχλακες, ἢ κοχλώδεις τόποι, λελεπρίς· ἰχθῦς ποιός, ἡ καλουμένη φυκίς, Id.