Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεκιθώδης
λεκίς
λέκκη
λέκος
λέκρανα
λεκτέος
λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
λέκτο
λεκτός
λεκτρίτῃ
λέκτρον
λεκτροχαρής
λεκχώ
λελαβέσθαι
λεληθότως
λέληκα
λελίημαι
λελικκός
View word page
λέκτο
λέκτο,
A). v. λέγω (B), λέχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λέκτο
Headword (normalized):
λέκτο
Headword (normalized/stripped):
λεκτο
IDX:
62345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62346
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λέκτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λέγω</span> (B), <span class="foreign greek">λέχομαι</span>.</div> </div><br><br>'}