Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λέκανος
λεκανοσκοπία
λεκάριον
λεκίθιον
λεκιθίτης
λεκιθοειδής
λεκιθοπώλης
λέκιθος
λέκιθος
λεκιθώδης
λεκίς
λέκκη
λέκος
λέκρανα
λεκτέος
λέκτης
λεκτίκιον
λεκτικός
λεκτίς
λέκτο
λεκτός
View word page
λεκίς
λεκίς, λεκίσκιον, λεκίσκος,
A). v. λέκος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεκίς
Headword (normalized):
λεκίς
Headword (normalized/stripped):
λεκις
IDX:
62336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεκίς</span>, <span class="orth greek">λεκίσκιον</span>, <span class="orth greek">λεκίσκος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λέκος</span> .</div> </div><br><br>'}