Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λειψεδαφία
λεῖψις
λειψιφαής
λειψιφωτέω
λειψίφωτος
λειψόθριξ
λειψοσέληνον
λειψυδρία
λείω
λειώδης
λειωκόρης
λειώλης
λείωμα
λείων
λείωσις
λειωτέον
λέκαιος
λεκάνη
λεκάνιον
λεκανίς
λεκανίσκη
View word page
λειωκόρης
λειω-κόρης·
ὁ τελείως ἐκκεκαυμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχων
,
Hsch.
(
λειοκ
- cod.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λειωκόρης
Headword (normalized):
λειωκόρης
Headword (normalized/stripped):
λειωκορης
IDX:
62313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62314
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειω-κόρης·</span> <span class="foreign greek">ὁ τελείως ἐκκεκαυμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="itype greek">λειοκ</span>- cod.).</div><br><br>'}