Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
λεῖψις
λειψιφαής
λειψιφωτέω
λειψίφωτος
λειψόθριξ
λειψοσέληνον
λειψυδρία
λείω
λειώδης
λειωκόρης
λειώλης
λείωμα
λείων
λείωσις
λειωτέον
λέκαιος
λεκάνη
λεκάνιον
View word page
λείω
λείω,
A). v. λῶ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λείω
Headword (normalized):
λείω
Headword (normalized/stripped):
λειω
IDX:
62311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62312
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λείω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λῶ</span> .</div> </div><br><br>'}