Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
λείτωρ
λειφαιμέω
λειχήν
λειχήνη
λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λείχω
λειψανδρία
λειψανηλόγος
λείψανον
λειψεδαφία
λεῖψις
View word page
λειχήνη
λειχήν-η, ,
A). = μυρτάκανθον , Dsc. 4.144 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λειχήνη
Headword (normalized):
λειχήνη
Headword (normalized/stripped):
λειχηνη
IDX:
62294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειχήν-η</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μυρτάκανθον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.144 </span>.</div> </div><br><br>'}