Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λειτορεύω
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
λειτουργός
λείτωρ
λειφαιμέω
λειχήν
λειχήνη
λειχηνιάω
λειχηνικός
λειχηνώδης
λειχήνωρ
λείχω
λειψανδρία
λειψανηλόγος
λείψανον
View word page
λειφαιμέω
λειφαιμέω
,
λείφαιμος
, v.
λιφ
-; cf.
λειπανδρία
.
λείφητρα·
λείψανα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λειφαιμέω
Headword (normalized):
λειφαιμέω
Headword (normalized/stripped):
λειφαιμεω
IDX:
62292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62293
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειφαιμέω</span>, <span class="orth greek">λείφαιμος</span>, v. <span class="itype greek">λιφ</span>-; cf. <span class="foreign greek">λειπανδρία</span>. <span class="orth greek">λείφητρα·</span> <span class="foreign greek">λείψανα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}