λειτουργικός
λειτουργ-ικός, ή, όν,
A). of or for λειτουργία, Ex. 31.10 , al.; ἡμέραι (in temples) PTeb. 88.6 (ii B.C.); ministering, πνεύματα Ep.Hebr. 1.14 : Subst.-κόν (sc. τέλος), τό, prob. a tax paid in lieu of labour performed, PPetr. 2p.129 (iii B.C.), PTeb. 5.49 (ii B.C.), al.:—in form λειτουργιακός Cat.Cod.Astr. 7.209.19 .