Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λειπυρία
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λείριος
λειριώδης
λειρώς
ληρίας
λείστριον
λείτειραι
λειτορεύω
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
λειτούργιον
View word page
ληρίας
ληρίας λέγουσι κύνας, τὰς κατισχνωμένας καὶ ἀποβαλούσας τρίχας. ἢ τὸν μικρὸν λαγών, Hsch. λεϊστός, , όν,
A). v. ληϊστός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληρίας
Headword (normalized):
ληρίας
Headword (normalized/stripped):
ληριας
IDX:
62279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62280
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληρίας</span> <span class="foreign greek">λέγουσι κύνας, τὰς κατισχνωμένας καὶ ἀποβαλούσας τρίχας. ἢ τὸν μικρὸν λαγών</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λεϊστός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ληϊστός</span> .</div> </div><br><br>'}