Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λειπτέον
λειπυρία
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λείριος
λειριώδης
λειρώς
ληρίας
λείστριον
λείτειραι
λειτορεύω
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργησία
λειτουργήσιμος
λειτουργία
λειτουργικός
View word page
λειρώς
λειρώς· ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός. καὶ


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λειρώς
Headword (normalized):
λειρώς
Headword (normalized/stripped):
λειρως
IDX:
62278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62279
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειρώς·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός. καὶ</span> </div><br><br>'}