Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λειουρία
λείουρος
λεγούσματα
λειόφλοιος
λειόφυλλος
λειόχρως
λειόω
λειπανδρία
λειπογνώμων
λειπτέον
λειπυρία
λείπω
λειπώδιν
λείρινος
λειριόεις
λείριον
λειριοπολφανεμώνη
λείριος
λειριώδης
λειρώς
ληρίας
View word page
λειπυρία
λειπῠρ-ία
,
λειπῠρ-ίας
,
λειπῠρ-ικός
,
λειπῠρ-ιώδης
, v.
λιπ
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λειπυρία
Headword (normalized):
λειπυρία
Headword (normalized/stripped):
λειπυρια
IDX:
62269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62270
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειπῠρ-ία</span>, <span class="orth greek">λειπῠρ-ίας</span>, <span class="orth greek">λειπῠρ-ικός</span>, <span class="orth greek">λειπῠρ-ιώδης</span>, v. <span class="itype greek">λιπ</span>-.</div><br><br>'}