Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοθαλασσία
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκόνιτος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμερος
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριβέω
λειοτριχέω
View word page
λειόμιτος
λειό-μῐτος
,
ον
,
A).
smoothing the warp
,
κάμακες
AP
6.247
(
Phil.
).
ShortDef
smoothing the warp
Debugging
Headword:
λειόμιτος
Headword (normalized):
λειόμιτος
Headword (normalized/stripped):
λειομιτος
IDX:
62247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62248
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειό-μῐτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smoothing the warp</span>, <span class="quote greek">κάμακες</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.247 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}