Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοθαλασσία
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκόνιτος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμερος
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
λειότης
λειοτριβέω
View word page
λειόμερος
λειό-μερος· ταχυδιάνοιος, Hsch. (post λεῖον, fort. λειόπορος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λειόμερος
Headword (normalized):
λειόμερος
Headword (normalized/stripped):
λειομερος
IDX:
62246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62247
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειό-μερος·</span> <span class="foreign greek">ταχυδιάνοιος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (post <span class="foreign greek">λεῖον</span>, fort. <span class="foreign greek">λειόπορος</span>).</div><br><br>'}