Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοθαλασσία
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκόνιτος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμερος
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
λειόστρακον
View word page
λειοκυμονέω
λειο-κῡμονέω,
A). to be upon a smooth sea, interpol. in Suid.


ShortDef

to be upon a smooth sea

Debugging

Headword:
λειοκυμονέω
Headword (normalized):
λειοκυμονέω
Headword (normalized/stripped):
λειοκυμονεω
IDX:
62244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62245
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειο-κῡμονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be upon a smooth sea</span>, interpol. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}