Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοθαλασσία
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκόνιτος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμερος
λειόμιτος
λειοντῆ
λειοντοπάλης
λειοποιέω
λειοποίησις
λειόπους
λεῖος
View word page
λειοκόνιτος
λειο-κόνιτος· ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, Hsch.; cf.λεωκόνιτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λειοκόνιτος
Headword (normalized):
λειοκόνιτος
Headword (normalized/stripped):
λειοκονιτος
IDX:
62243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62244
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειο-κόνιτος·</span> <span class="foreign greek">ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf.<span class="foreign greek">λεωκόνιτος</span>.</div><br><br>'}