Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνίς
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
λειόγλωσσος
λειοθαλασσία
λειοκάρηνος
λειόκαυλος
λειοκόνιτος
λειοκυμονέω
λειοκύμων
λειόμερος
View word page
λείξουρος
λείξουρος, ον,
A). gluttonous, Zonar.


ShortDef

gluttonous

Debugging

Headword:
λείξουρος
Headword (normalized):
λείξουρος
Headword (normalized/stripped):
λειξουρος
IDX:
62236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λείξουρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gluttonous</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}