λειμώνιος
λειμών-ιος, α, ον,(λειμών)
A). of a meadow, κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι Ag. 560 ; ἄνθεα Fr. 374 ; φύλλα ; 18.39 ἀράχναι HA 555b7 ; ἀνεμώνη ἡ λ. Anemone pavonina, scarlet anemone, HP 6.8.1 (= ἀ. ἀγρία, q.v.); also λειμωνία,, a thorny plant, prob. = σκόλυμος , golden thistle, Scolymus hispanicus, ib. 6.4.3 .(λειμωνίᾳ is corrupt in Aj. 601 (lyr.).)