Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεΐζομαι
λεικνάριον
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνίς
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
λείξουρος
λειόβατος
λειογένειος
View word page
λειμωνήρης
λειμων-ήρης, ες,
A). belonging to a meadow, βοτάνη Suid.


ShortDef

belonging to a meadow

Debugging

Headword:
λειμωνήρης
Headword (normalized):
λειμωνήρης
Headword (normalized/stripped):
λειμωνηρης
IDX:
62228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειμων-ήρης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">belonging to a meadow</span>, <span class="quote greek">βοτάνη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}