Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λεΐζομαι
λεικνάριον
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
λειμώνιον
λειμώνιος
λειμωνίς
λειμωνοειδής
λειμωνόθεν
λείν
View word page
λειμματιαῖος
λειμματιαῖος, α, ον, in Music,
A). of the λεῖμμα 2 , λόγος Theo Sm. p.69 H.


ShortDef

of the λεῖμμα 2

Debugging

Headword:
λειμματιαῖος
Headword (normalized):
λειμματιαῖος
Headword (normalized/stripped):
λειμματιαιος
IDX:
62225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62226
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λειμματιαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, in Music, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of the</span> <span class="quote greek">λεῖμμα</span> <span class="bibl"> 2 </span> , <span class="quote greek">λόγος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theo Sm.</span> p.69 </span> H.</div> </div><br><br>'}