Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λειαίνω
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λεΐζομαι
λεικνάριον
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
λειμωνιάς
View word page
λεικνάριον
λεικνάριον
,
λεικνίζω
,
λεῖκνον
, ff.ll.for
λικν
-.
λείκρικα·
σειραί, σχοινία, πλέγματα
,
Hsch.
(Cf.
λέκρικα
.)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λεικνάριον
Headword (normalized):
λεικνάριον
Headword (normalized/stripped):
λεικναριον
IDX:
62219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62220
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεικνάριον</span>, <span class="orth greek">λεικνίζω</span>, <span class="orth greek">λεῖκνον</span>, ff.ll.for <span class="itype greek">λικν</span>-. <span class="orth greek">λείκρικα·</span> <span class="foreign greek">σειραί, σχοινία, πλέγματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">λέκρικα</span>.)</div><br><br>'}