Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λεία2
λειαίνω
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
λείβηθρον
λείβω
λειεντερία
λειεντερικός
λειεντεριώδης
λεΐζομαι
λεικνάριον
λείκτης
λειμακίδες
λειμακώδης
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμματιαῖος
λειμόδωρον
λειμών
λειμωνήρης
View word page
λεΐζομαι
λεΐζομαι
, Ion. and poet. for
ληΐζομαι
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λεΐζομαι
Headword (normalized):
λεΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
λειζομαι
IDX:
62218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62219
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεΐζομαι</span>, Ion. and poet. for <span class="foreign greek">ληΐζομαι</span> (q.v.).</div><br><br>'}