λάχεια [
λᾰ],, obscure word read (prob.) by
Aristarch. in two passages of
Od.,
A). νῆσος ἔπειτα λάχεια .. τετάνυσται 9.116 ;
ἔνθ’ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης 10.509 ; expld. by
εὔσκαφος καὶ εὔγειος, παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς,
Hsch., cf.
Apollon. Lex.,
Eust. 1619.30 ,
1667.13 , Sch.; cf.
λάχανον, λαχύφλοιος:
Zenod. read
ἐλάχεια, cf.
h.Ap. 197 .