Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαχανοπωλεῖον
ιον
λαχανοπωλικός
λαχανοπώλιον
λαχανόπωλις
λαχανόσπερμον
λαχανοφαγία
λαχανοφόρος
λαχανώδης
λαχανωνυμία
λάχε
λάχεια
λαχειδής
Λάχεσις
λάχη
λάχησις
λαχισμός
λαχμητήριον
λαχμός
λαχμός
λαχμόϲ
View word page
λάχε
λάχε, λαχεῖν,
A). v. λαγχάνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λάχε
Headword (normalized):
λάχε
Headword (normalized/stripped):
λαχε
IDX:
62136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62137
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάχε</span>, <span class="orth greek">λαχεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λαγχάνω</span> .</div> </div><br><br>'}