Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαχανοπράτης
λαχανοπροβάλλω
λαχανόπτερος
λαχανοπωλεῖον
ιον
λαχανοπωλικός
λαχανοπώλιον
λαχανόπωλις
λαχανόσπερμον
λαχανοφαγία
λαχανοφόρος
λαχανώδης
λαχανωνυμία
λάχε
λάχεια
λαχειδής
Λάχεσις
λάχη
λάχησις
λαχισμός
λαχμητήριον
View word page
λαχανοφόρος
λαχανο-φόρος, = -ηφόρος, Sch. Od. 7.127 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαχανοφόρος
Headword (normalized):
λαχανοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λαχανοφορος
IDX:
62133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαχανο-φόρος</span>, = -<span class="itype greek">ηφόρος</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:7:127" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:7.127/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 7.127 </a>.</div><br><br>'}