Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαχανίζω
λαχανικός
λαχάνιον
λαχάνιος
λαχανισμός
λαχανοειδής
λαχανοθήκη
λαχανοκοπικός
λάχανον
λαχανοπράτης
λαχανοπροβάλλω
λαχανόπτερος
λαχανοπωλεῖον
ιον
λαχανοπωλικός
λαχανοπώλιον
λαχανόπωλις
λαχανόσπερμον
λαχανοφαγία
λαχανοφόρος
λαχανώδης
View word page
λαχανοπροβάλλω
λᾰχᾰνο-προβάλλω,
A). expose vegetables for sale, PMasp. 164.7 (vi A.D.).


ShortDef

expose vegetables for sale

Debugging

Headword:
λαχανοπροβάλλω
Headword (normalized):
λαχανοπροβάλλω
Headword (normalized/stripped):
λαχανοπροβαλλω
IDX:
62124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62125
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λᾰχᾰνο-προβάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">expose vegetables for sale,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 164.7 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}