Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαφυραγωγητικός
λαφυραγωγία
λαφυραγωγός
λαφυρεύω
λαφυροπωλεῖον
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφυροπώλιον
λαφύσσω
λαφύστιος
λάφωνοι
λαχαίνω
λαχανάριον
λαχανᾶς
λαχανεία
λαχάνευμα
λαχανεύς
λαχανευτής
λαχανεύω
λαχανηλόγος
λαχανηρός
View word page
λάφωνοι
λάφωνοι· λίαν ἄφωνοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λάφωνοι
Headword (normalized):
λάφωνοι
Headword (normalized/stripped):
λαφωνοι
IDX:
62101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62102
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάφωνοι·</span> <span class="foreign greek">λίαν ἄφωνοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}