Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυρίττει
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρόμαχος
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκωβόλος
ἀγκών
ἀγκώνη
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνίσκιον
ἀγκωνίσκος
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
ἀγλαέθειρος
View word page
ἀγκωβόλος
ἀγκωβόλος· ἁλιεύς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγκωβόλος
Headword (normalized):
ἀγκωβόλος
Headword (normalized/stripped):
αγκωβολος
IDX:
620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγκωβόλος·</span> <span class="foreign greek">ἁλιεύς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}