Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρευτός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λάττα
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λάτυπος
λατύσσω
Λατώ
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύκη
λαύρα
View word page
λάττα
λάττα· μυῖα (Polyrrhen.), Hsch. λα<τ>ταία· παραξιφίς, καὶ ἡ περὶ ζώνην μάχαιρα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λάττα
Headword (normalized):
λάττα
Headword (normalized/stripped):
λαττα
IDX:
62063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάττα·</span> <span class="foreign greek">μυῖα</span> (Polyrrhen.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λα&lt;τ&gt;ταία·</span> <span class="foreign greek">παραξιφίς, καὶ ἡ περὶ ζώνην μάχαιρα</span>, Id.</div><br><br>'}